κώμος

κώμος
Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι θεοί, συνήθως ο Βάκχος. Κ. γίνονταν και για να τιμηθούν αθλητές. Αυτοί που συμμετείχαν στους κ. ονομάζονταν κωμαστές.
* * *
κῶμος, -ου, ὁ (Α)
1. διασκέδαση σε συμπόσιο καθώς και η μετά από αυτό θορυβώδης έξοδος στον δρόμο εκείνων που διασκέδαζαν, ιδίως νέων λαμπαδηφορούντων και στεφανωμένων, οι οποίοι φορούσαν προσωπίδες και τραγουδούσαν και χόρευαν με τη συνοδεία οργάνων, κυρίως αυλού (α. «πίνειν τε πάντας καὶ κώμῳ χρᾱσθαι εἰς ἀλλήλους», Ηρόδ.
β. «ἔοικε δ' ἐπὶ κῶμον βαδίζειν... στεφάνους γέ τοι καὶ δᾷδ' ἔχων πορεύεται», Αριστοφ.)
2. λαῑκή και αγροτική εορτή, με πομπή και άλλες εκδηλώσεις, αφιερωμένη στις παραγωγικές δυνάμεις τής φύσης και προς τιμήν θεού, ιδίως τού Διονύσου και τής ακολουθίας του («κώμοις Ὑακίνθου», Ευρ.)
3. ομάδα ατόμων που συμμετείχαν σε εορταστική πομπή ή σε πομπή προς τιμήν κάποιου νικητή
4. συγκεντρωμένο πλήθος ατόμων («ὁμηλίκων κώμους ἐπάξω», Ευρ.)
5. το τραγούδι που έλεγαν εκείνοι που συμμετείχαν σε εορταστικές πομπές («κώμῳ ἁδυμελεῑ», Πίνδ.)
6. είδος βακχικού χορού τών διονυσιακών τελετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα κοινός, κεάζω, οπότε η αρχική της σημ. θα ήταν «αγέλη». Συνδέεται επίσης με τα κώμη, κώμος.
ΠΑΡ. κωμικός
αρχ.
κωμάδιος, κωμάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωμωδός
αρχ.
κωμηγέτης, κώμαρχος, κωμοφύλαξ. (Β' συνθετικό) αγλαόκωμος, αείκωμος, εγρεσίκωμος, επίκωμος, ηδύκωμος, κραιπαλόκωμος, πολύκωμος, σύγκωμος, φιλόκωμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κῶμος — revel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμος — revel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶμε — Κῶμος revel masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμε — κῶμος revel masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶμοι — Κῶμος revel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμοι — κῶμος revel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶμον — Κῶμος revel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμον — κῶμος revel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώμοιο — Κῶμος revel masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώμοις — Κῶμος revel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”